- ἐμπιπάσκομαι
- ἐμπῐπάσκομαι,= ἐμπάομαι,A acquire,
χρήματα SIG56.22
(Argos, v B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρήματα SIG56.22
(Argos, v B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπιπάσκομαι — ἐμπιπάσκομαι (Α) 1. ποτίζω, δίνω σε κάποιον να πιεί 2. σβήνω τη δίψα μου … Dictionary of Greek